πτωχώ

πτωχώ
-έω, Α [πτωχός]
πτωχεύω*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πτωχῷ — πτωχός beggar masc/neut dat sg πτωχός beggar masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχώ — πτωχός beggar masc/neut nom/voc/acc dual πτωχός beggar masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχῶι — πτωχῷ , πτωχός beggar masc/neut dat sg πτωχῷ , πτωχός beggar masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευγαλέος — λευγαλέος, α, ον (Α) 1. (για πρόσ.) δυστυχής, αξιολύπητος («πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι», Ομ. Οδ.) 2. (για καταστάσεις ή αφηρημένες έννοιες) οικτρός, θλιβερός, λυπηρός («λευγαλεῷ θανάτῳ», Ομ. Οδ.) 3. (για αντικείμενα) άθλιος, ελεεινός… …   Dictionary of Greek

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”